Fast Fiction

6/4/06

Η Παραλία του Διαλογισμού

Είμαι στον παράδεισο. Στην παραλία μου. Το πιο αγαπημένο μου μέρος επάνω στον πλανήτη. Έχει ζέστη, πόσο τη λατρεύω. Άπλετο φως. Προχωρώ προς τη θάλασσα. Η άμμος καίει τις πατούσες μου. Τα μαλλιά μου ανεμίζουν στον καυτό λίβα. Φτάνω στην ακροθαλασσιά. Ω, τι όμορφα που βουλιάζουν τα πόδια μου στη μουσκεμένη άμμο. Τι δροσερό νεράκι. Ξαφνικά, βλέπω ότι κρατώ το μπλε στρώμα. Ξαπλώνω επάνω του και αρχίζω να αρμενίζω. Τα χέρια μου και τα πόδια μου δροσίζονται μέσα στο νερό. Η πλάτη μου καίγεται από τον ήλιο. Βρέχω τα μαλλιά μου. Πόσο βάρυναν. Τι ωραία που με δροσίζουν πέφτοντας στην πλάτη μου.

Κοιτώντας πέρα, μακριά, η θάλασσα λαμπυρίζει. Κοιτώντας κάτω, στον βυθό, πόσο πεντακάθαρα φαίνονται όλα, η άμμος, οι πέτρες, τα ψαράκια. Η φωνή μου λέει να φέρω παρέα. Μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι ήμουν μόνη. Για δες. Γυρνώντας το κεφάλι βλέπω εκείνον. Επάνω στο στρώμα μαζί μου. Με κοιτάζει χαμογελαστός. Τα μακριά του μαλλιά βρεγμένα πέφτουν ανέμελα στα μάγουλά του. Στα μπράτσα του έχει σταγονίτσες. Στο λαιμό του κρέμονται τα κρεμαστά του.

Φορώ τα γυαλάκια μου και βουτάμε στο βυθό. Δεν χρειαζόμαστε αέρα. Ταξιδεύουμε κάτω απ’ το νερό, ανάμεσα σε πολύχρωμα ψάρια. Μια γραμμούλα βλέπουμε χαραγμένη στην άμμο. Την ακολουθούμε. Καταλήγει σε ένα μικρό ζωάκι που σέρνει το κέλυφός του… πού πηγαίνει; Κοίτα, και αυτό θέλει να ζήσει, και αυτό έχει σκοπό. Έρχεται ένα δελφίνι. Χορεύει και πηδά ψηλά έξω απ’ το νερό. Κρατιόμαστε απ’ την πλάτη του και μας ταξιδεύει στα βάθη του ωκεανού. Κοίτα, να κι άλλα.

Ξαφνικά, η φωνή μας λούζει με φως. Μπαίνουμε μέσα του. Κρατιόμαστε χέρι χέρι. Κοιταζόμαστε. Και τότε αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε με τίποτα. Δακρύζουμε, πέφτουμε κάτω, γελάμε για ώρες. Σιγά σιγά, το άπλετο φως λούζει όλον τον πλανήτη. Αρχίζουν όλοι να γελάνε. Ακόμα και τα παιδάκια της Αφρικής, ακόμα και οι φυλακισμένοι του Γκουαντανάμο. Όλοι οι άνθρωποι αυτής της Γης γελάνε, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Και όλοι κοιτούν εμάς και εμείς ο ένας τον άλλον.