Η Πρώτη Απώλεια
{Διήγημα}
Καθισμένη στο μπαλκόνι του σπιτιού μου μία κρύα ημέρα του Φεβρουαρίου, είχα βυθιστεί στις σκέψεις μου, όταν ένα νευρικό μηχανάκι διατάραξε άκομψα την ησυχία της γειτονιάς. Ήταν ένας πιτσαδόρος. Αμέσως ο Μπίλυ μας άρχισε να τον γαβγίζει. Το γάβγισμά του βαρύτονο, τραχύ. Ο Μπίλυ είναι γερμανικό τσοπανόσκυλο. Το τρίχωμά του είναι μαύρο στη ράχη του, ξανθό στα πόδια του και άσπρο στην κοιλιά του. Στιβαρός σκύλος, ογκώδης, με βαρύ πάτημα. Για όσους τον ξέρουν, και τους ξέρει και εκείνος, είναι ένας χαδιάρης και παιχνιδιάρης μπούφος. Αμπντάλης και μπουνταλάς. Για όσους όμως δεν τον ξέρουν, είναι ο φόβος και ο τρόμος της γειτονιάς. Άγριος και τρομαχτικός, θα μπορούσε να σε σκίσει στα δυο. Στα νιάτα του τουλάχιστον. Γιατί τώρα είναι πια δώδεκα χρονών.
Καημένε Μπίλυ, γέρασες και εσύ, σκέφτηκα. Η μουσούδα σου έχει ασπρίσει και τα πόδια σου δεν σε κρατάνε πια. Δεν σου μένει και πολύς καιρός ακόμη. Σύντομα θα σε κλάψουμε και εσένα. Αλήθεια, αναρρωτήθηκα, πόσο θα τον κλάψω τούτον;
Η σκέψη μου άρχισε να σκάβει πολύ βαθιά μέσα στη μνήμη μου. Βρήκε το ακριβές σημείο όπου είναι καταχωνιασμένο και ασφαλισμένο για πάντα το πρώτο μου –και μοναδικό- παιδικό τραύμα. Η πρώτη μου επαφή με το αίσθημα της απώλειας. Όταν έχασα το σκυλάκι χωρίς όνομα.
Πήγαινα γυμνάσιο όταν το πήραμε. Ενός και κάτι μηνών κουταβάκι. Ήταν πανέμορφο. Κατάμαυρο στη ράχη με ξανθά ποδαράκια και μια άσπρη φουντίτσα στο στήθος. Η μουτσούνα του ήταν και αυτή σκούρη ενώ τα μάγουλά του ήταν ξανθά με μια μαύρη βούλα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των καθαρόαιμων λυκόσκυλων. Τα αυτάκια του ήταν ελαφρώς πεσμένα. Το τρίχωμά του γυαλιστερό και απαλό.
Θυμάμαι ότι το πήραμε μέσα στο σπίτι και το χαϊδεύαμε πάνω στο χαλί. Ήταν παιχνιδιάρικο και χαδιάρικο. Ήμουν σίγουρη ότι με είχε συμπαθήσει περισσότερο απ’ όλους γιατί όλο σε εμένα ερχότανε. Φαινόταν να μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Πότε πότε με μύριζε με το υγρό του μυτάκι και ύστερα έπεφτε ανάσκελα για να του χαϊδέψω την κοιλίτσα. Ήμουν ευτυχισμένη.
Το βράδυ επέμενα να το κρατήσουμε μέσα στο σπίτι. Η Βαλασία, όμως, η μεσόκοπη γυναίκα που μας πρόσεχε, με αποπήρε με τον πιο άσχημο τρόπο. Τι δουλειά είχε το σκυλί μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να μείνει στην αυλή όπου ανήκε. Υποχώρησα. Το έβγαλα στον κήπο και έπαιξα λίγο ακόμα μαζί του. Έπειτα ξάπλωσα στο παγκάκι μπρούμυτα και εκείνο ήρθε και ξάπλωσε από κάτω στο πάτωμα. Το χάιδευα ξαπλωμένη με το ένα χέρι. Χάιδευα τον απαλό του λαιμό, την μαλακή του κοιλίτσα. Έπαιζα στα δάκτυλά μου τις μικρές του πατουσίτσες που ήταν από κάτω σαν συννεφάκι και ένιωθα να με τρυπούν γλυκά τα μικρούλικα νυχάκια του. Μείναμε έτσι για ώρα ώσπου με τα χάδια μου αποκοιμήθηκε. Ευκαιρία, σκέφτηκα, και σηκώθηκα αθόρυβα για να μπω μέσα στο σπίτι. Και έτσι το εγκατέλειψα.
Αργότερα, θυμάμαι, άρχισα να το ακούω στον κήπο να κλαίει με το σπαραχτικό και παραπονιάρικο κλάμα του κουταβιού. Τα σκυλιά δεν την αντέχουν τη μοναξιά. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει αλλά πίεσα τον εαυτό μου και έμεινα ακλόνητη. Πού θα πήγαινε, σε λίγο θα το έπαιρνε απόφαση και θα σταματούσε. Και έτσι και έγινε.
Το επόμενο πρωί, τα χαράματα, το ξύπνημα ήταν βίαιο. Η Βαλασία μου χτυπούσε την πόρτα και φώναζε: Σήκω, ψόφησε το σκυλάκι. Η άξεστη η παλιόγρια. Σηκώθηκα με δυσπιστία και την ακολούθησα. Βγήκαμε στον κήπο. Ήμουν ξυπόλυτη. Η πρωινή ψύχρα με χτύπησε σύγκορμη. Αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που αντίκρισα.
Η Βαλασία πήρε στα χέρια της τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και έβγαλε από μέσα το κουταβάκι μου νεκρό. Ήταν ολόκληρο άκαμπτο. Όπως το έπιανε και το κουνούσε, κουνιόταν όλο μαζί, σαν λούτρινο ζωάκι. Το κρατούσε απ’ το πόδι σαν να’ ταν σφαχτάρι και μετά το ακούμπησε στο πάτωμα. Έτσι απλά, σαν να’ ταν ένα τίποτα, μια ρουτίνα γι’ αυτήν. Χαμένη χωριάτισσα. Πού να σκεφθείς την ευαίσθητη ψυχή ενός παιδιού.
Άρχισε να μιλάει συνέχεια, ασταμάτητα. Διηγιόταν, φώναζε… αλλά δεν άκουγα τίποτα απ’ ότι έλεγε. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στο άψυχο κορμάκι του κουταβιού. Τα ματάκια του ήταν κλειστά. Τα ποδαράκια του τεντωμένα. Η γουνίτσα του ήταν ακόμα γυαλιστερή αλλά κάπως, δεν ξέρω πώς, ήταν ολότελα φανερό: ήταν νεκρό.
Ο κόσμος χάθηκε κάτω απ’ τα πόδια μου. Ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Ένα κοκτέιλ συναισθημάτων διαπερνούσε όλο μου το κορμί: απέραντη θλίψη για τον χαμό του, αδάμαστη οργή για την Βαλασία, ασήκωτες ενοχές που το ξεγέλασα και το εγκατέλειψα. Έπειτα, ακολούθησε το παραπλανητικό συναίσθημα της άρνησης: δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Το διαδέχτηκε το εμετικό συναίσθημα του μη αναστρέψιμου: ότι το κουταβάκι ήταν νεκρό και τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει, ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Τέλος, ήρθε η σκληρή συνειδητοποίηση: το κουταβάκι χάθηκε.
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι να ουρλιάζω στη Βαλασία στην αποθήκη του σπιτιού. Την έβριζα αναίσχυντα και ασταμάτητα θεωρώντας την υπαίτια. Κλαίγοντας με αναφιλητά και μάτια γεμάτα δάκρυα ξεστόμισα βαριές λέξεις, όπως πουτάνα, μαλακισμένη, εσύ φταις. Και εκείνη, αντί να υποχωρήσει, φώναζε και εκείνη και ωρυόταν για τα δίκια της. Κι έτσι, δεν βρήκα ούτε την παρηγοριά αυτή, το να φταίει άλλος, να τον βρίσω και να στεναχωρηθεί. Η θλίψη θα ήταν όλη δική μου. Όπως κι οι ενοχές.
Το κουταβάκι, γύρω στα ξημερώματα, είχε χωρέσει από τα αραιά κάγκελα της αυλόπορτας και βγήκε στην ήσυχη γειτονιά. Για κακή του τύχη βρέθηκε κάτω από τη ρόδα του αυτοκινήτου του γείτονα τη στιγμή που αυτός ξεκινούσε για τη δουλειά του. Το πάτησε. Ο κτηνίατρος είπε ότι αυτό έλιωσε τα πλευρά του. Μας είπε επίσης ότι έκανε μερικά βήματα ακόμη, πήρε μια τελευταία ανάσα και ξεψύχησε. Στο άκουσμα αυτής της αναπαράστασης, αναρωτήθηκα με το παιδικό μυαλό μου αν άραγε εκείνη τη στιγμή που ξεψυχούσε αβοήθητο με σκέφτηκε. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκλαιγα. Το θυμάμαι πολύ καλά. Έκλαιγα ασταμάτητα. Περιφερόμουν μέσα στο σπίτι, σε κάθε δωμάτιο, και έκλαιγα. Καθόμουν στο πάτωμα, έπινα νερό, έβλεπα τηλεόραση, όλα τα έκανα κλαίγοντας. Ακόμα και στο μάθημα που πήγα, θυμάμαι ότι έκλαιγα συνέχεια και ο δάσκαλος με κοιτούσε απορημένος. Δεν είπε όμως τίποτα.
Το κλάμα μου ήταν άλλοτε μουλωχτό, άλλοτε γοερό. Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Στο λαιμό μου ένιωθα διαρκώς έναν κόμπο και ένα κάψιμο, ενώ το στομάχι μου το ένιωθα σφιγμένο με τανάλια. Το σαγόνι μου έτρεμε και η αναπνοή μου γινόταν με σπασμούς εισπνοών και εκπνοών. Ήμουν δυστυχισμένη.
Δεν θυμάμαι μετά απ’ αυτό. Δεν θυμάμαι πώς το ξεπέρασα. Δεν έχω ανάμνηση του να νιώθω σιγά σιγά καλύτερα. Θυμάμαι, όμως, ότι μετά από αυτό, ποτέ δεν έκλαψα έτσι για κανέναν πιστό μας σκύλο. Ούτε όταν αργότερα χάσαμε τον πρώτο Μπίλυ που τον χτύπησε αυτοκίνητο όταν ήταν έξι μηνών. Ούτε όταν χάσαμε τον Μαξ από γεράματα, το λατρεμένο μας σκυλί με το οποίο μεγάλωσα μαζί και ο θάνατός του σήμανε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας. Και όταν χάσαμε την Μπεατρίς, το πολυαγαπημένο σκυλί των κολλητών μου και έκλαιγαν οι καημένοι κοτζάμ άντρες, εγώ δεν ένιωσα τίποτα.
Καημένε Μπίλυ, γέρασες και εσύ, σκέφτηκα. Η μουσούδα σου έχει ασπρίσει και τα πόδια σου δεν σε κρατάνε πια. Δεν σου μένει και πολύς καιρός ακόμη. Σύντομα θα σε κλάψουμε και εσένα. Αλήθεια, αναρρωτήθηκα, πόσο θα τον κλάψω τούτον;
Η σκέψη μου άρχισε να σκάβει πολύ βαθιά μέσα στη μνήμη μου. Βρήκε το ακριβές σημείο όπου είναι καταχωνιασμένο και ασφαλισμένο για πάντα το πρώτο μου –και μοναδικό- παιδικό τραύμα. Η πρώτη μου επαφή με το αίσθημα της απώλειας. Όταν έχασα το σκυλάκι χωρίς όνομα.
Πήγαινα γυμνάσιο όταν το πήραμε. Ενός και κάτι μηνών κουταβάκι. Ήταν πανέμορφο. Κατάμαυρο στη ράχη με ξανθά ποδαράκια και μια άσπρη φουντίτσα στο στήθος. Η μουτσούνα του ήταν και αυτή σκούρη ενώ τα μάγουλά του ήταν ξανθά με μια μαύρη βούλα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των καθαρόαιμων λυκόσκυλων. Τα αυτάκια του ήταν ελαφρώς πεσμένα. Το τρίχωμά του γυαλιστερό και απαλό.
Θυμάμαι ότι το πήραμε μέσα στο σπίτι και το χαϊδεύαμε πάνω στο χαλί. Ήταν παιχνιδιάρικο και χαδιάρικο. Ήμουν σίγουρη ότι με είχε συμπαθήσει περισσότερο απ’ όλους γιατί όλο σε εμένα ερχότανε. Φαινόταν να μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Πότε πότε με μύριζε με το υγρό του μυτάκι και ύστερα έπεφτε ανάσκελα για να του χαϊδέψω την κοιλίτσα. Ήμουν ευτυχισμένη.
Το βράδυ επέμενα να το κρατήσουμε μέσα στο σπίτι. Η Βαλασία, όμως, η μεσόκοπη γυναίκα που μας πρόσεχε, με αποπήρε με τον πιο άσχημο τρόπο. Τι δουλειά είχε το σκυλί μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να μείνει στην αυλή όπου ανήκε. Υποχώρησα. Το έβγαλα στον κήπο και έπαιξα λίγο ακόμα μαζί του. Έπειτα ξάπλωσα στο παγκάκι μπρούμυτα και εκείνο ήρθε και ξάπλωσε από κάτω στο πάτωμα. Το χάιδευα ξαπλωμένη με το ένα χέρι. Χάιδευα τον απαλό του λαιμό, την μαλακή του κοιλίτσα. Έπαιζα στα δάκτυλά μου τις μικρές του πατουσίτσες που ήταν από κάτω σαν συννεφάκι και ένιωθα να με τρυπούν γλυκά τα μικρούλικα νυχάκια του. Μείναμε έτσι για ώρα ώσπου με τα χάδια μου αποκοιμήθηκε. Ευκαιρία, σκέφτηκα, και σηκώθηκα αθόρυβα για να μπω μέσα στο σπίτι. Και έτσι το εγκατέλειψα.
Αργότερα, θυμάμαι, άρχισα να το ακούω στον κήπο να κλαίει με το σπαραχτικό και παραπονιάρικο κλάμα του κουταβιού. Τα σκυλιά δεν την αντέχουν τη μοναξιά. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει αλλά πίεσα τον εαυτό μου και έμεινα ακλόνητη. Πού θα πήγαινε, σε λίγο θα το έπαιρνε απόφαση και θα σταματούσε. Και έτσι και έγινε.
Το επόμενο πρωί, τα χαράματα, το ξύπνημα ήταν βίαιο. Η Βαλασία μου χτυπούσε την πόρτα και φώναζε: Σήκω, ψόφησε το σκυλάκι. Η άξεστη η παλιόγρια. Σηκώθηκα με δυσπιστία και την ακολούθησα. Βγήκαμε στον κήπο. Ήμουν ξυπόλυτη. Η πρωινή ψύχρα με χτύπησε σύγκορμη. Αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που αντίκρισα.
Η Βαλασία πήρε στα χέρια της τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και έβγαλε από μέσα το κουταβάκι μου νεκρό. Ήταν ολόκληρο άκαμπτο. Όπως το έπιανε και το κουνούσε, κουνιόταν όλο μαζί, σαν λούτρινο ζωάκι. Το κρατούσε απ’ το πόδι σαν να’ ταν σφαχτάρι και μετά το ακούμπησε στο πάτωμα. Έτσι απλά, σαν να’ ταν ένα τίποτα, μια ρουτίνα γι’ αυτήν. Χαμένη χωριάτισσα. Πού να σκεφθείς την ευαίσθητη ψυχή ενός παιδιού.
Άρχισε να μιλάει συνέχεια, ασταμάτητα. Διηγιόταν, φώναζε… αλλά δεν άκουγα τίποτα απ’ ότι έλεγε. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στο άψυχο κορμάκι του κουταβιού. Τα ματάκια του ήταν κλειστά. Τα ποδαράκια του τεντωμένα. Η γουνίτσα του ήταν ακόμα γυαλιστερή αλλά κάπως, δεν ξέρω πώς, ήταν ολότελα φανερό: ήταν νεκρό.
Ο κόσμος χάθηκε κάτω απ’ τα πόδια μου. Ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Ένα κοκτέιλ συναισθημάτων διαπερνούσε όλο μου το κορμί: απέραντη θλίψη για τον χαμό του, αδάμαστη οργή για την Βαλασία, ασήκωτες ενοχές που το ξεγέλασα και το εγκατέλειψα. Έπειτα, ακολούθησε το παραπλανητικό συναίσθημα της άρνησης: δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Το διαδέχτηκε το εμετικό συναίσθημα του μη αναστρέψιμου: ότι το κουταβάκι ήταν νεκρό και τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει, ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Τέλος, ήρθε η σκληρή συνειδητοποίηση: το κουταβάκι χάθηκε.
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι να ουρλιάζω στη Βαλασία στην αποθήκη του σπιτιού. Την έβριζα αναίσχυντα και ασταμάτητα θεωρώντας την υπαίτια. Κλαίγοντας με αναφιλητά και μάτια γεμάτα δάκρυα ξεστόμισα βαριές λέξεις, όπως πουτάνα, μαλακισμένη, εσύ φταις. Και εκείνη, αντί να υποχωρήσει, φώναζε και εκείνη και ωρυόταν για τα δίκια της. Κι έτσι, δεν βρήκα ούτε την παρηγοριά αυτή, το να φταίει άλλος, να τον βρίσω και να στεναχωρηθεί. Η θλίψη θα ήταν όλη δική μου. Όπως κι οι ενοχές.
Το κουταβάκι, γύρω στα ξημερώματα, είχε χωρέσει από τα αραιά κάγκελα της αυλόπορτας και βγήκε στην ήσυχη γειτονιά. Για κακή του τύχη βρέθηκε κάτω από τη ρόδα του αυτοκινήτου του γείτονα τη στιγμή που αυτός ξεκινούσε για τη δουλειά του. Το πάτησε. Ο κτηνίατρος είπε ότι αυτό έλιωσε τα πλευρά του. Μας είπε επίσης ότι έκανε μερικά βήματα ακόμη, πήρε μια τελευταία ανάσα και ξεψύχησε. Στο άκουσμα αυτής της αναπαράστασης, αναρωτήθηκα με το παιδικό μυαλό μου αν άραγε εκείνη τη στιγμή που ξεψυχούσε αβοήθητο με σκέφτηκε. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκλαιγα. Το θυμάμαι πολύ καλά. Έκλαιγα ασταμάτητα. Περιφερόμουν μέσα στο σπίτι, σε κάθε δωμάτιο, και έκλαιγα. Καθόμουν στο πάτωμα, έπινα νερό, έβλεπα τηλεόραση, όλα τα έκανα κλαίγοντας. Ακόμα και στο μάθημα που πήγα, θυμάμαι ότι έκλαιγα συνέχεια και ο δάσκαλος με κοιτούσε απορημένος. Δεν είπε όμως τίποτα.
Το κλάμα μου ήταν άλλοτε μουλωχτό, άλλοτε γοερό. Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Στο λαιμό μου ένιωθα διαρκώς έναν κόμπο και ένα κάψιμο, ενώ το στομάχι μου το ένιωθα σφιγμένο με τανάλια. Το σαγόνι μου έτρεμε και η αναπνοή μου γινόταν με σπασμούς εισπνοών και εκπνοών. Ήμουν δυστυχισμένη.
Δεν θυμάμαι μετά απ’ αυτό. Δεν θυμάμαι πώς το ξεπέρασα. Δεν έχω ανάμνηση του να νιώθω σιγά σιγά καλύτερα. Θυμάμαι, όμως, ότι μετά από αυτό, ποτέ δεν έκλαψα έτσι για κανέναν πιστό μας σκύλο. Ούτε όταν αργότερα χάσαμε τον πρώτο Μπίλυ που τον χτύπησε αυτοκίνητο όταν ήταν έξι μηνών. Ούτε όταν χάσαμε τον Μαξ από γεράματα, το λατρεμένο μας σκυλί με το οποίο μεγάλωσα μαζί και ο θάνατός του σήμανε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας. Και όταν χάσαμε την Μπεατρίς, το πολυαγαπημένο σκυλί των κολλητών μου και έκλαιγαν οι καημένοι κοτζάμ άντρες, εγώ δεν ένιωσα τίποτα.
Και τώρα, που θα χάσουμε τον Μπίλυ, ειλικρινά σας λέω, θα στεναχωρηθώ, αλλά λίγο. Πολλοί θα πουν ότι μεγάλωσα, γι’ αυτό δεν στεναχωριέμαι πια για ένα σκύλο. Εγώ, όμως, σας λέω ότι δεν είναι το ότι μεγάλωσα. Ακόμα και τώρα, στην ανάμνηση εκείνου του χαμού, τα μάτια μου εξακολουθούν να γεμίζουν δάκρυα και η τανάλια να μου σφίγγει το στομάχι. Παράλληλα, όμως, από τότε κάτι συνέβη μέσα μου. Καμιά τέτοια απώλεια δεν μπορεί πια να με αγγίξει. Σκλήρυνα; Δεν ξέρω. Και αναπόφευκτα αναρωτιέμαι αν θα είναι έτσι άραγε και με την ανθρώπινη απώλεια. Αν στο πρώτο αγαπημένο πρόσωπο που θα χάσω θα χτυπηθώ ανελέητα από τη θλίψη, αλλά μετά σκληρύνω. Και γίνω αυτό που λένε δυνατός άνθρωπος.
1 Comments:
kai egw to exw niosei ayto to synesthima gia mia skylitsa poy eixa tin margaret poy eixe trabmatistei kai den kataferame na tin kanoyme kala kai gia tin mitera tis argotera tin irma poy pethane se bathia geramata. kai ta dyo skylakia einai thamena stin ayli mas to ena dypla sto allo.
By Ανώνυμος, at 29/4/06 16:07
Δημοσίευση σχολίου
<< Home