Fast Fiction

14/4/06

Κεραυνοβόλα - Μέρος Α
{Διήγημα}

Χέσιμο, ντους, ξύρισμα, άφτερ σέιβ, αποσμητικό, πουκάμισο, παντελόνι, παπούτσια, κλειδιά, λεφτά, τσιγάρα, κινητό και έξω απ’ την πόρτα. Μπήκε με ορμή στο γκολφάκι του και έβαλε μπρος με ανυπομονησία. Όπως πάντα, είχε αργήσει. Πάλι θα του τα πρήξει η Νάντια «που είμαι έτοιμη δέκα ώρες και σε περιμένω», λες και περιμένει στο δρόμο στους μείον είκοσι. Σπίτι της περιμένει, τι πειράζει που αργώ; Ας δει Χαρδαβέλλα, είναι που είναι ούφο, σκεφτόταν και βάραινε το δεξί του πόδι από τα νεύρα. «Α, ρε, Στέφανε, τι τραβάς για να γαμήσεις…» μονολόγησε δυνατά, άναψε τσιγάρο και κατέβασε το παράθυρο.

Σάββατο βράδυ, Ιούνιος, πίτα η Όλγας από την Καλαμαριά προς το κέντρο. Σίγουρα χρειαζόταν μισή ώρα να φτάσει παραλία με Αγίας Σοφίας όπου έμενε η Νάντια, και έπρεπε να ήταν ήδη εκεί. Θα την έπαιρνε για να πάνε στη Σοφούλη. Άκου, τώρα, να πάω από την Αιγαίου Σάββατο βράδυ στο κέντρο να την πάρω για να πάμε πίσω Καλαμαριά, σκεφτόταν. «Πάρε και κανα λεωφορείο Ναντιούλα… πάρε και κανά ταξάκι…» φώναξε στον εαυτό του. «Γιατί για να οδηγήσεις δεν είσαι, μην σκοτώσουμε και κανέναν Σαββατιάτικα». Μέσα στα νεύρα συνέχισε να οδηγεί μουρμουρίζοντας, κολλημένος στην κίνηση της Όλγας.

Κατούρημα, μπάνιο, σαμπουάν, μαλακτικό, αφρόλουτρο, ξύρισμα, ξέβγαλμα, στύψιμο, σκούπισμα, χτένισμα, σκούπισμα, χτένισμα, αποσμητικό, εσώρουχα, φούστα, μπλουζάκι, άλλο μπλουζάκι, ζώνη, χτένισμα, πιστολάκι, χτένισμα, μανικιούρ, κρέμα προσώπου, κρέμα χεριών, κατούρημα, μέικ απ, σκιά, ρουζ, μάσκαρα, μολύβι, κραγιόν, διόρθωση σκιάς, χτένισμα, παπούτσια, τσάντα, μπουφανάκι, άρωμα, κλειδιά, πορτοφόλι, τσιγάρα, κινητό, ρουζ, χτένα, κραγιόν, χαρτομάντιλα, κλάμερ, κοκαλάκι και έξω απ’ την πόρτα, μέσα απ’ την πόρτα, κατούρημα και έξω απ’ την πόρτα. Μπήκε με ορμή στο γκολφάκι της και έβαλε μπρος με ανυπομονησία. Όπως πάντα, είχε αργήσει. Δεν την πείραζε καθόλου, όμως, αφού οι φίλες της θα της έστελναν μήνυμα σε ποιο μπαράκι της παραλιακής θα καθόταν.

Χαλάρωσε και βολεύτηκε στο κάθισμά της περιμένοντας δεύτερη στη σειρά το φανάρι που στρίβει για την Όλγας. Μόλις όμως αυτό άναψε πράσινο, ο μπροστινός οδηγός ούτε που κουνήθηκε. «Άντε», μονολόγησε η Μαρία. Τίποτα αυτός. Στα εφτά δευτερόλεπτα του έκανε φώτα. Ξανά τίποτα. Στα δέκα δευτερόλεπτα πάτησε την κόρνα της κοφτά. Αδρανής ο μπροστά. Το πορτοκαλί άναψε και τότε πάτησε την κόρνα της μανιασμένα. Ο μπροστά ξύπνησε και έφυγε, ενώ εκείνη την έπιασε το κόκκινο. «Μαλάκα», φώναξε και χτύπησε το χέρι της στο τιμόνι. Άναψε τσιγάρο, άνοιξε το παράθυρο, και περίμενε νευριασμένη να ξανά-ανάψει το πράσινο.

Στρίβοντας στην Όλγας κόλλησε αμέσως στο μποτιλιάρισμα. Δυνάμωσε το ραδιόφωνο που έπαιζε το καλοκαιρινό hit «I want to get naked with you» και άρχισε να παίζει ρυθμικά τα δάχτυλά της στο τιμόνι. Τότε, η λωρίδα της μετακινήθηκε λίγο πιο μπροστά και βρέθηκε ακριβώς δίπλα σε ένα αυτοκίνητο που έπαιζε το ίδιο τραγούδι. Τον ίδιο σταθμό ακούμε, σκέφτηκε και άθελά της γύρισε αριστερά να κοιτάξει τον οδηγό. Αυτό ήταν.

Η Μαρία αντίκρισε τον πιο όμορφο άντρα που είχε δει στη ζωή της να την κοιτάζει. Ήταν μελαχρινός με μπλε μάτια, συνδυασμός που την σκότωνε. Τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς μακριά, ολόισια και ατημέλητα και τον έκαναν να μοιάζει με Ιταλό ποδοσφαιριστή. Η ματιά του ήταν φλογερή. Τα πόδια της λύθηκαν. Ένιωσε σαν ένα ανυπεράσπιστο ελαφάκι έτοιμο να παραδοθεί στον κατάμαυρο πάνθηρα που το καραδοκεί για να το καταβροχθίσει.

Και πράγματι, έτσι την κοιτούσε ο Στέφανος. Έτοιμος να την καταβροχθίσει. Ήταν πραγματικά η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ. Κούκλα, με μεγάλα καστανά μάτια, μακριές βλεφαρίδες, ολόισια μακριά καστανά μαλλιά και έντονα ζυγωματικά. Ήταν ολόκληρη να την φας. Αυτή τη γυναίκα την ήθελε όσο τίποτε άλλο στον πλανήτη. Και θα έκανε τα πάντα για να την αποκτήσει.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το ραδιόφωνο έπαιζε το ρεφρέν του «I want to get naked with you», ενώ το διέκοψε η φωνή του χαρούμενου dj. «I want to get naked with you, υπέροχο τραγούδι και υπέροχη βραδιά για να ερωτευτείτε και να γθυθείτε μαζί με κάποιον…»

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μία διευκρίνιση: Σίγουρα θα αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν τέτοια σύμπτωση, πώς γίνεται πάντα οι πρωταγωνιστές μιας ιστορίας, ένας άντρας και μια γυναίκα, να συναντήθηκαν έτσι, τόσο τυχαία μέσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα και να ερωτεύτηκαν και οι δυο ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον τόσο παθιασμένα, παράφορα, κεραυνοβόλα. Σας λέω, λοιπόν, ότι είναι πάμπολλες οι φορές που αυτό δεν συνέβη.

Είναι, δηλαδή, πάμπολλες οι φορές που οι δυο τους δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούν, παρόλο που μένουν και οι δυο στην Καλαμαριά και χρησιμοποιούν κατά κόρον την Όλγας για να πάνε στο κέντρο όπου δουλεύουν, και την παραλιακή για να γυρίσουν σπίτι. Όπως επίσης είναι πάμπολλες οι φορές που η Μαρία, κολλημένη σε κάποιο μποτιλιάρισμα, γύρισε και είδε τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου να την κοιτάζει λυσσασμένα και σκέφτηκε «τι κοιτάει ο μαλάκας, δεν κοιτάει τα χάλια του;» και συνέχισε το δρόμο της. Και είναι πάμπολλες και οι φορές που ο Στέφανος γύρισε και κοίταξε κάποια διπλανή οδηγό να τον κοιτάει παράλυτη και σκέφτηκε «πω πω, τι μπάζο είναι αυτό, ποιος τη γαμάει» και έστριψε στο πρώτο φανάρι που βρήκε.

Αυτή τη φορά, λοιπόν, εκείνο το Σαββατόβραδο έτυχε η Μαρία και ο Στέφανος να συναντηθούν και να ερωτευτούν κεραυνοβόλα. Και αυτή την ιστορία επιλέγω να σας διηγηθώ. Και αν δεν είχε συμβεί, απλώς δεν θα υπήρχε ιστορία να αφηγηθώ.

Η Μαρία είχε βυθιστεί σε μια νιρβάνα όταν την ξύπνησαν η επίμονες κόρνες των πίσω οδηγών. Συνήλθε και συνειδητοποίησε ότι είχε δέκα μέτρα κενό μπροστά της, τεράστια απόσταση για την μποτιλιαρισμένη Όλγας. Το κάλυψε και το ίδιο έκανε και ο Στέφανος, που δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Η Μαρία πάσχιζε να κρατήσει το κεφάλι της ίσια μπροστά και τάχα να τον αγνοήσει, νιώθοντας συνεχώς το βλέμμα του να της καίει το πρόσωπο. Με την άκρη του ματιού της έπιασε το παράθυρο του συνοδηγού του να ανοίγει.

«Πού πας;» άκουσε μια απαλή μπάσα φωνή. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και χαμογέλασε ελαφρά. Για τον Στέφανο αυτό το χαμόγελο ήταν η χαραμάδα στο φρούριο που ήθελε να πορθήσει. Και εξαπέλυσε επίθεση με πολιορκητικό κριό.

«Θα μου πεις που πας;» ξαναρώτησε χαμογελώντας. Βλέποντας το χαμόγελό του η Μαρία έλιωσε.

«Τι σε ενδιαφέρει;» ρώτησε η Μαρία κάνοντας τη δύσκολη.

«Δεν με ενδιαφέρει», απάντησε ο Στέφανος και ο πίσω οδηγός άρχισε να τον κορνάρει σαν τρελός, καθώς άδειασαν 8 μέτρα μπροστά του.

«Άσε το καμάκι και κουνήσου», ακούστηκε μια φωνή από πίσω και ο Στέφανος έκανε μπροστά. Της Μαρίας δεν της άρεσε καθόλου η τροπή που πήραν τα πράγματα. Είπε να κάνει λίγο τη δύσκολη, όχι να τον χάσει. Η καρδιά της άρχισε να οργιάζει μέχρι να προχωρήσει λίγο και να βρεθεί ξανά δίπλα του. Δεν είχε ιδέα τι να του πει, όταν τον άκουσε να λέει:

«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μην πας…». Η Μαρία γύρισε και τον κοίταξε. Με μάτια καρφωμένα στα δικά της, συνέχισε: «και να έρθεις μαζί μου», της είπε αποφασιστικά.

«Πού να έρθω μαζί σου;» κατάφερε να ψελλίσει η Μαρία γελώντας, μην μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά της. Ο Στέφανος, έχοντας νιώσει ότι η έλξη ήταν αμοιβαία, αποφάσισε να το παίξει όλα για όλα. Τράβηξε πίσω τον πολιορκητικό του κριό και τον εξαπέλυσε με όλη τη φόρα του στο κάστρο.

«Μπορείς να συνεχίσεις το δρόμο σου και να πας στις φίλες σου για να ακούς όλη νύχτα τα γκομενικά τους μέσα στην κάπνα, ή στον γκόμενό σου για να ακούς όλη νύχτα τη γκρίνια του, ή μπορείς να με ακολουθήσεις και να περάσεις τη βραδιά μαζί μου», είπε και έστριψε απότομα αριστερά προς την παραλιακή. Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα τον ακολουθήσει. Για τίποτα δεν υπήρξε πιο σίγουρος στη ζωή του. Καλού κακού, κράτησε και την πινακίδα της.

Η Μαρία έμεινε σύξυλη. Τόσο μεγάλη απόφαση σε τόσο λίγο περιθώριο. Το μπροστινό της αυτοκίνητο άρχισε να απομακρύνεται. Ή θα έστριβε τώρα, ή θα συνέχιζε ευθεία. Ή θα πήγαινε μαζί του τώρα να ζήσει μια απροσδόκητη βραδιά με τον άντρα των ονείρων της, ή θα πήγαινε στις φίλες της να ακούει τα γκομενικά τους όλη νύχτα.
συνεχίζεται...