Κεραυνοβόλα - Μέρος Β
{Διήγημα}
...Για πότε έστριψε αριστερά ούτε που το κατάλαβε.
Τον ακολούθησε μέχρι το Μακεδονία Παλάς, όπου έστριψε δεξιά. Έφτασαν στην παραλία όπου παρκάρανε δίπλα δίπλα. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητό του και πλησίασε το δικό της. Η Μαρία όφειλε να παραδεχτεί στον εαυτό της ότι φοβόταν. Αναρωτήθηκε αν βρισκόταν με τον τέλειο άντρα στην ρομαντική παραλία της Θεσσαλονίκης ή με έναν άγνωστο, βιαστή δολοφόνο, στη θεοσκότεινη και επικίνδυνη παραλία της Θεσσαλονίκης. Ο Στέφανος της άνοιξε την πόρτα και άπλωσε το χέρι του σαν ιππότης. «Κυρία μου», της είπε. Μάλλον είναι το πρώτο, σκέφτηκε η Μαρία που έπιασε το χέρι του και βγήκε από το αμάξι. Ο Στέφανος ένιωσε ένα ρίγος αντικρίζοντας τα πανέμορφα πόδια της μέσα στα ασημένια ψηλοτάκουνα πέδιλα.
«Πού πάμε;» ρώτησε ζαλισμένη η Μαρία.
«Εμπιστεύσου με», της είπε ο Στέφανος και κράτησε το χέρι της. Άρχισαν να περπατούν αργά αργά πιασμένοι χέρι χέρι προς το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η νύχτα ήταν υπέροχη, ζεστή, και το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό.
«Έκανες καλά που ήρθες», της είπε ζεστά ο Στέφανος.
«Θα δείξει», απάντησε η Μαρία. Ο Στέφανος γέλασε και τα μάτια του έλαμψαν. Η Μαρία ένιωσε ότι αν τον κοιτούσε λίγο ακόμα θα λιποθυμούσε.
«Θα μου πεις πού πάμε;» ρώτησε η Μαρία. Από την αμηχανία της δεν έβρισκε τίποτε άλλο να πει.
«Στο καραβάκι», της είπε και της έδειξε το πλωτό μπαράκι που ήταν αραγμένο μπροστά στο άγαλμα. Καθώς το πλησιάζανε όλο και δυνάμωνε η μουσική ρέγγε που έπαιζε. Όταν το φτάσανε, ο Στέφανος ανέβηκε πάνω και γύρισε για να την κρατήσει. Καθώς εκείνη ανέβηκε, την τράβηξε με περισσότερη δύναμη απ’ ότι χρειαζόταν και τα κορμιά τους κόλλησαν. Έμειναν έτσι για κάποιες στιγμές κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια και ένιωσαν και οι δυο τον χρόνο να σταματάει.
«Πάμε άκρη άκρη να κάτσουμε» της είπε ο Στέφανος και την τράβηξε από το χέρι. Την πήγε στην δεξιά κουπαστή του πλοιαρίου όπου είχε μια τάβλα για τα ποτά και της έφερε ένα σκαμπό για να καθήσει. Εκείνος στάθηκε όρθιος.
«Τι θα πιεις;» την ρώτησε προστατευτικά.
«Μια μπύρα», απάντησε η Μαρία κοιτώντας τον στα μάτια.
«Μη φύγεις», της είπε και πήγε στο μπαράκι. Πού να πάω, καλέ, σκέφτηκε η Μαρία και γέλασε. Άρχισε να αγναντεύει το σύνορο της θάλασσας με την πόλη. Ήταν πανέμορφα. Τα φώτα της πόλης αντανακλούνταν στο νερό ενώ τα αυτοκίνητα της λεωφόρου Νίκης φαινόταν σαν μικρά φωτάκια που κυλούσαν ασταμάτητα. Ήταν μαγικά. Σκέφτηκε ότι τον κύριο υπαίτιο για αυτή την υπέροχη βραδιά τον είχε πει μαλάκα. Γέλασε μόνη της. Ο Στέφανος επέστρεψε με δυο μπύρες και της πρόσφερε τη μία. Τσούγκρισε το μπουκάλι του στο δικό της και ήπιε μια γουλιά κοιτάζοντάς την διαρκώς.
Ξαφνικά, το καραβάκι ταρακουνήθηκε. Η Μαρία τρόμαξε και ένιωσε ότι θα πέσει απ’ το σκαμπό της. Αμέσως, ο Στέφανος την κράτησε με τα χέρια του από τη μέση της.
«Μη φοβάσαι, ξεκινάει το καραβάκι τη βόλτα του», της είπε χαμογελώντας. Η Μαρία χαμογέλασε και εκείνη. Οι καρδιές τους χτυπούσαν σαν τρελές.
«Δεν το ήξερα ότι κάνει βόλτα», είπε η Μαρία.
«Γι’ αυτό σε έφερα εδώ, για να μην μπορείς να μου φύγεις», της είπε γλυκά ο Στέφανος. Η Μαρία ένιωσε να ζαλίζεται.
«Θέλεις να μου πεις τ’ όνομά σου;» της είπε.
«Μμμμ, Μαρία» είπε εκείνη ζαλισμένη.
«Μμμμ, Μαρία… Στέφανος, χαίρω πολύ» της είπε και γέλασαν και οι δυο. Το καραβάκι άρχισε να πλέει με ταχύτητα και το αεράκι άρχισε να τους χτυπάει με ορμή μυρίζοντας θάλασσα. Η Μαρία ένιωσε την ψύχρα και το έδειξε. Ο Στέφανος τύλιξε τα χέρια του γύρω της για να τη ζεστάνει.
«Μήπως μ’ έφερες εδώ και για να κρυώνω;» ρώτησε παιχνιδιάρικα η Μαρία.
«Ακριβώς», είπε ο Στέφανος γελώντας.
«Όλες εδώ τις φέρνεις;» ρώτησε με ύφος η Μαρία. Ο Στέφανος γέλασε. Ύστερα σοβάρεψε.
«Σ’ έχω ερωτευθεί» της είπε παθιάρικα. «Τρελά…»
Οι καρδιές τους κόντευαν να σπάσουν. Η Μαρία έβαλε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του. Εκείνος, όπως ήταν όρθιος και εκείνη καθισμένη, έσπρωξε ελαφρά με το κορμί του και της άνοιξε τα πόδια. Εκείνη παραδόθηκε. Κόλλησε επάνω του και ένιωσε το αγριεμένο του εξόγκωμα ανάμεσα στα σκέλια της. Μύρισε το άφτερ σέιβ του και ένιωσε ένα κενό στο στομάχι. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τα χείλη του στα δικά της και έπειτα την γλώσσα του μέσα στο στόμα της, απαλή και υγρή, να χαϊδεύει αργά και στοργικά την δική της. Ύστερα πάλι τα χείλη του να παίζουν με τα δικά της. Όταν απομακρύνθηκαν μετά από κάποια λεπτά, κοιτάχτηκαν με μάτια λάγνα, με βλέφαρα μισόκλειστα, μεθυσμένοι από τον έρωτα. Τη στιγμή την διέκοψαν τα κινητά τους, που κατά διαβολική σύμπτωση άρχισαν να χτυπάνε ταυτόχρονα. Ο Στέφανος ξεφύσηξε.
«Συγνώμη, πρέπει να απαντήσω,» της είπε, της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και πήγε λίγο πιο πέρα για να μιλήσει.
Η Μαρία άνοιξε το κινητό της και η πρώτη κουβέντα που είπε ήταν «Δεν θα το πιστέψετε...». Ενώ η τελευταία κουβέντα που είπε ο Στέφανος στο κινητό του πριν το κλείσει βίαια ήταν «Δες Χαρδαβέλλα».